- πανωπήεις
- πᾰν-ωπήεις, εσσα, εν,A = πανόψιος, visible to all, APl.4.166 (Even.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεσσαν — πανωπήεις visible to all fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)